- αἱματοσπόδητος
- αἱμᾰτο-σπόδητος, ον,A splashed with blood, S.Fr.817.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιματοσπόδητος — αἱματοσπόδητος, ον (Α) κηλιδωμένος με σποδό αίματος, πιτσιλισμένος με αίματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα, ατος + σποδῶ*] … Dictionary of Greek
αἱματοσπόδητος — splashed with blood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματοσπόδητον — αἱματοσπόδητος splashed with blood masc/fem acc sg αἱματοσπόδητος splashed with blood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)